- καταβάσιος
- κατάβασιςway downfem gen sg (epic doric ionic aeolic)καταβάσιοςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταβάσιος — και καταιβάσιος, ον (Α) [κατάβασις] (επίθ. τού κεραυνού) αυτός που κατέρχεται, που κατεβαίνει από τον ουρανό (α. «ἐρρύσατο φυγόντα πῡρ καταβάσιον» ΠΔ β. «καταιβάσιον Διὸς ἔγχος» το κατερχόμενο από τον ουρανό ακόντιο τού Διός, δηλ. ο κεραυνός,… … Dictionary of Greek
καταβάσιον — a way down neut nom/voc/acc sg καταβάσιος masc/fem acc sg καταβάσιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβάσιον — καταβάσιον, τὸ (AM) 1. η κατάβαση, η οδός που οδηγεί προς τα κάτω, ιδίως προς τον κάτω κόσμο 2. τόπος για τη φύλαξη λειψάνων, που βρισκόταν κάτω από το θυσιαστήριο τού ναού. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο τού καταβάσιος] … Dictionary of Greek
καταβασίου — καταβάσιον a way down neut gen sg καταβάσιος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβασίῳ — καταβάσιον a way down neut dat sg καταβάσιος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)